κακοφωνία

κακοφωνία
η (AM κακοφωνία) [κακόφωνος]
κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα
αρχ.
1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα
2. κακοηχία που προέρχεται από τη θέση τών λέξεων στον λόγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοφωνία — κακοφωνίᾱ , κακοφωνία ill sound fem nom/voc/acc dual κακοφωνίᾱ , κακοφωνία ill sound fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνίᾳ — κακοφωνίᾱͅ , κακοφωνία ill sound fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνία — η δυσαρμονία ήχων, παραφωνία, φάλτσο: Το τραγούδι του ήταν μια σκέτη κακοφωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοφωνίας — κακοφωνίᾱς , κακοφωνία ill sound fem acc pl κακοφωνίᾱς , κακοφωνία ill sound fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοφωνίαν — κακοφωνίᾱν , κακοφωνία ill sound fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cacofonía — La cacofonía es el efecto sonoro desagradable producido por la cercanía de sonidos o sílabas que poseen igual pronunciación dentro de una palabra o en palabras cercanas en el discurso. Según Ayuso: las cacofonías son sonidos repetidos que… …   Wikipedia Español

  • Cacofonía — (Del gr. kakophonia < kakos, malo + phone, voz.) ► sustantivo femenino Defecto del lenguaje que consiste en la repetición de varios sonidos de difícil articulación o que producen desagrado. ANTÓNIMO eufonía * * * cacofonía (del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • διαφωνία — Διχογνωμία, διάσταση γνωμών· παραφωνία ή κακοφωνία. (Μουσ.) Διάταξη δύο ή περισσότερων φθόγγων που ηχούν είτε ταυτόχρονα (συγχορδία) είτε ο ένας μετά τον άλλον (μελωδία) και από άποψη παραδοσιακής αρμονίας, δημιουργούν αίσθημα δυσαρμονίας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • δυσφωνία — η (AM δυσφωνία) νεοελλ. δυσκολία στην εκβολή φωνής από τον λάρυγγα αρχ. μσν. τραχύτητα φωνής, κακοφωνία …   Dictionary of Greek

  • εκμέλεια — ἐκμέλεια, η (Α) 1. παραφωνία, κακοφωνία 2. αρρυθμία, δυσαρμονία 3. αδιαφορία, αμέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”